- αποικώ
- (Α ἀποικῶ, -έω)εγκαθιστώ αποικία σε μια περιοχήαρχ.1. κατοικώ μακριά από κάποιον τόπο2. μεταναστεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποικώ — οίκησα, οικήθηκα, μεταναστεύω: Αρκετοί Έλληνες αποίκησαν στην Αυστραλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποικῶ — ἀποικέω go away from home pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποικέω go away from home pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποικέω go away from home pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποικέω go away from home pres ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικεσία — ἀποικεσία, η [αποικώ] 1. η απομάκρυνση από την πατρίδα 2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ) … Dictionary of Greek
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek